- ἀντιδωρεά
- ἀντι-δωρεά, Gegengeschenk, Vergeltung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αντιδωρεά — η (Α ἀντιδωρεά) ανταπόδοση δωρεάς … Dictionary of Greek
ἀντιδωρεάν — ἀντιδωρεά̱ν , ἀντιδωρεά a return gift fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδωρεάς — ἀντιδωρεά̱ς , ἀντιδωρεά a return gift fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντίδωρο — το (AM ἀντίδωρον) μσν. νεοελλ. τεμάχιο ευλογημένου άρτου που μοιράζουν οι ιερείς στους εκκλησιαζόμενους στο τέλος της θείας Λειτουργίας αρχ. μσν. αυτό που δίνεται ως αντίδωρεά … Dictionary of Greek